Μετάβαση στο περιεχόμενο

foreign

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός foreign
συγκριτικός more foreign
υπερθετικός most foreign

Επίθετο

[επεξεργασία]

foreign (en)

  1. ξένος, ξενικός, αλλοδαπός, που δεν είναι από μια χώρα που είναι δική του
      My godfather knows five foreign languages.
    Ο νονός μου ξέρει πέντε ξένες γλώσσες.
      a foreign accent - ξενική προφορά
      a foreign passport - αλλοδαπό διαβατήριο
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εξωτερικός, που ασχολείται με άλλες χώρες
      foreign policy - εξωτερική πολιτική
      The foreign minister canceled the visit to the neighboring country.
    Ακύρωσε την επίσκεψη στη γειτονική χώρα ο υπουργός εξωτερικών.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]