foreigner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
foreigner | foreigners |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]foreigner (en)
ενικός | πληθυντικός |
foreigner | foreigners |
foreigner (en)