Μετάβαση στο περιεχόμενο

foreigner

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
foreigner foreigners

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
foreigner < foreign + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

foreigner (en)