ξενιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξενιστής | οι | ξενιστές |
γενική | του | ξενιστή | των | ξενιστών |
αιτιατική | τον | ξενιστή | τους | ξενιστές |
κλητική | ξενιστή | ξενιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξενιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξενιστής αρσενικό
- (βιολογία) οργανισμός στον οποίο ζει κάποιο παράσιτο συμβιωτικά ή παρασιτικά
- (βιολογία) οργανισμός στον οποίο έχει προστεθεί μόσχευμα για πειραματικούς σκοπούς
- (πληροφορική) το πρόγραμμα στο οποίο έχει ενσωματωθεί (έχει προσβληθεί) από κακόβουλο λογισμικό (malware), από έναν ιό υπολογιστών (virus)
- (δίκτυο υπολογιστών) host: ο υπολογιστής που «φιλοξενεί» λογισμικό σημαντικό για τους χρήστες του δικτύου, όπως ένας εξυπηρετητής (server), μια βάση δεδομένων (database), κλπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)