εξυπηρετητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξυπηρετητής < εξυπηρετώ + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική server)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξυπηρετητής αρσενικό
- (πληροφορική) (νεολογισμός) server: υλικό ή / και λογισμικό που αναλαμβάνει την παροχή διάφορων υπηρεσιών, «εξυπηρετώντας» αιτήσεις άλλων προγραμμάτων, γνωστούς ως πελάτες (clients) που μπορούν να τρέχουν στον ίδιο υπολογιστή ή σε σύνδεση μέσω δικτύου
- → δείτε τη λέξη πελάτης-εξυπηρετητής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- εικονικός ιδιωτικός εξυπηρετητής
- πλευρά-εξυπηρετητή (server-side)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διακομιστής