serveur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
serveur serveurs

serveur (fr) αρσενικό

  1. ο σερβιτόρος, το γκαρσόν, το γκαρσόνι
  2. (πληροφορική) ο διακομιστής, ο εξυπηρετητής, ο / η σέρβερ