διακομιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακομιστής < ελληνιστική κοινή διακομιστής < αρχαία ελληνική διακομίζω < διά + κομίζω
- (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική server
- (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική carrier
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακομιστής αρσενικό
- αυτός που διακομίζει
- (πληροφορική) (νεολογισμός) εξυπηρετητής, σέρβερ
[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις διακομίζω, διά και κομίζω
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξυπηρετητής
|