server
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
server (en)
- σερβιτόρος
- (πληροφορική) εξυπηρετητής, διακομιστής, σέρβερ
- → δείτε τη λέξη client-server
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- (πληροφορική) client
[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
- (δίκτυο υπολογιστών) host
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- Server Message Block (SMB)
- server-side
- virtual private server
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
server στην αγγλική Βικιπαίδεια