διακομιστής μεσολάβησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διακομιστής μεσολάβησης | οι | διακομιστές μεσολάβησης |
γενική | του | διακομιστή μεσολάβησης | των | διακομιστών μεσολάβησης |
αιτιατική | τον | διακομιστής μεσολάβησης | τους | διακομιστές μεσολάβησης |
κλητική | διακομιστής μεσολάβησης | διακομιστές μεσολάβησης | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακομιστής μεσολάβησης < διακομιστής & μεσολάβηση στη γενική ενικού, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική proxy server
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]διακομιστής μεσολάβησης
- (νεολογισμός) (πληροφορική) ο εξυπηρετητής / διακομιστής (server) που ενεργεί ως ενδιάμεσος μεταξύ ενός χρήστη κι ενός διακομιστή περιεχομένου (OCS), συνήθως στο διαδίκτυο, και χρησιμεύει στην επαναποθήκευση (cache), στην ανώνυμη πλοήγηση, στον έλεγχο περιεχομένου (content management), κλπ. [1]
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διακομιστής μεσολάβησης
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Δημήτριος Φωλίνας (Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 2000), Architectures, Types and Management for Web Proxies. Αρχειοθέτηση 2016-04-13. Προσπέλαση 2020-07-28.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)