cache
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cache | caches |
cache (en)
- σεντούκι χρημάτων και/ή πολύτιμων αντικειμένων
- αποθεματική κρύπτη
- (πληροφορική) γρήγορη μνήμη όπου αποθηκεύονται προσωρινά, πρόσφατες ή συχνά χρησιμοποιούμενες πληροφορίες, για να αποφευχθεί η επαναφόρτωσή τους από ένα πιο αργό μέσο αποθήκευσης στην περίπτωση που ξαναζητηθούν.
- ※ When a web cache has a requested resource in its store, it intercepts the request and returns its copy instead of re-downloading from the originating server [1]
- Όταν μια προσωρινή μνήμη ιστού έχει έναν ζητούμενο πόρο αποθηκευμένο, ανακόπτει το αίτημα και επιστρέφει το αντίγραφό του αντί να το επαναφορτώσει από τον αρχικό διακομιστή (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- → δείτε τη λέξη cache memory
- ※ When a web cache has a requested resource in its store, it intercepts the request and returns its copy instead of re-downloading from the originating server [1]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | cache |
γ΄ ενικό ενεστώτα | caches |
αόριστος | cached |
παθητική μετοχή | cached |
ενεργητική μετοχή | caching |
cache (en)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
cache στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) HTTP caching. Πρόσβαση 2021-03-25.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- cache < cacher
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cache | caches |
cache (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η κρυψώνα, η γιάφκα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cache | caches |
cache (fr) αρσενικό
- στη φωτογραφία ή στο σινεμά, το κας
- (κατʼ επέκταση) κάθε αντικείμενο που κρύβει ένα μέρος μιας επιφάνειας ώστε να επιτρέπει μια εργασία πάνω στην επιφάνεια που παραμένει εμφανής
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- cache < αγγλική
Επίθετο[επεξεργασία]
cache (fr)
- (πληροφορική) λανθάνων
- ↪ mémoire cache - λανθάνουσα μνήμη
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Παρωχημένοι όροι (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Επίθετα (γαλλικά)
- Πληροφορική (γαλλικά)