caching

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

caching (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caching (en)

  • (πληροφορική) προσωρινή αποθήκευση
    result caching : προσωρινή αποθήκευση αποτελέσματος
    ※  Caching is a technique that stores a copy of a given resource and serves it back when requested [1]
    Η προσωρινή αποθήκευση είναι μια τεχνική που αποθηκεύει ένα αντίγραφο ενός δοθέντος πόρου και τον παρέχει πίσω όταν ζητηθεί (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) HTTP caching. Πρόσβαση 2021-03-25.