result
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
result | results |
result (en)
- το αποτέλεσμα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | result |
γ΄ ενικό ενεστώτα | results |
αόριστος | resulted |
παθητική μετοχή | resulted |
ενεργητική μετοχή | resulting |
result (en)
- καταλήγω, κάνει κάτι να συμβεί
- ↪ The events that resulted in the great war…
- Τα γεγονότα που κατέληξαν στον μεγάλο πόλεμο…
- ↪ The events that resulted in the great war…
- (αμετάβατο) προέρχομαι από, συμβαίνει λόγω κάτι άλλου που συνέβη πριν
- ↪ Difficulties resulting from…
- Δυσκολίες που προέρχονται από…
- ↪ The accident resulted from carelessness.
- Το ατύχημα προήλθε από απροσεξία.
- ≈ συνώνυμα: come from, come of και come out of
- ↪ Difficulties resulting from…
Πηγές[επεξεργασία]
- result (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- result (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 425. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταλήγω