Μετάβαση στο περιεχόμενο

result

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
result results

result (en)

  1. το αποτέλεσμα, πράγμα που προκαλείται ή παράγεται εξαιτίας κάτι άλλου
      without a result - χωρίς αποτέλεσμα
      It’s producing/yielding results.
    Δίνει/Φέρνει αποτελέσματα.
      as a result of the accident - σαν αποτέλεσμα αυτού του ατυχήματος
      His limp is the result of an accident.
    Η κουτσαμάρα του είναι αποτέλεσμα ατυχήματος.
      He works a lot but without a system, with the result being him not producing.
    Εργάζεται πολύ αλλά χωρίς σύστημα, με αποτέλεσμα να μην αποδίδει.
  2. το αποτέλεσμα, η τελική βαθμολογία ή το όνομα του νικητή σε αθλητική εκδήλωση, διαγωνισμό, εκλογή κτλ.
      the election results - τα εκλογικά αποτελέσματα
      They will publish the results of the competition.
    Θα δημοσιεύσουν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού.
  3. το αποτέλεσμα, ο βαθμός που παίρνω σε μια εξέταση
      Are the exam results out?
    Βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων;
  4. (μόνο πληθυντικός) το αποτέλεσμα, αυτά που επιτυγχάνονται με επιτυχία
      The pressure that was exerted brought results.
    Η πίεση που ασκήθηκε έφερε αποτέλεσμα.
ενεστώτας result
γ΄ ενικό ενεστώτα results
αόριστος resulted
παθητική μετοχή resulted
ενεργητική μετοχή resulting

result (en)

  1. καταλήγω, κάνει κάτι να συμβεί
      The events that resulted in the great war…
    Τα γεγονότα που κατέληξαν στον μεγάλο πόλεμο…
  2. (αμετάβατο) προκύπτει από, προέρχομαι από, συμβαίνει λόγω κάτι άλλου που συνέβη πριν
      There is an effort to reduce accidents resulting from distracted driving.
    Υπάρχει προσπάθεια μείωσης των ατυχημάτων που προκύπτουν από αποσπασμένη οδήγηση.
      Difficulties resulting from…
    Δυσκολίες που προέρχονται από…
      The accident resulted from carelessness.
    Το ατύχημα προήλθε από απροσεξία.
     συνώνυμα:  come from, come of και come out of