result
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
result (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
result (en)
- έχω ως αποτέλεσμα, καταλήγω
result (en)
result (en)