result

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
result results

result (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας result
γ΄ ενικό ενεστώτα results
αόριστος resulted
παθητική μετοχή resulted
ενεργητική μετοχή resulting

result (en)

  1. καταλήγω, κάνει κάτι να συμβεί
    The events that resulted in the great war…
    Τα γεγονότα που κατέληξαν στον μεγάλο πόλεμο…
  2. (αμετάβατο) προέρχομαι από, συμβαίνει λόγω κάτι άλλου που συνέβη πριν
    Difficulties resulting from…
    Δυσκολίες που προέρχονται από…
    The accident resulted from carelessness.
    Το ατύχημα προήλθε από απροσεξία.
     συνώνυμα:  come from, come of και come out of

Πηγές[επεξεργασία]