come out of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | come out of |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes out of |
αόριστος | came out of |
παθητική μετοχή | come out of |
ενεργητική μετοχή | coming out of |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
come out of (en)
- (χωρίς παθητική φωνή) βγαίνω με/από, εξελίσσομαι από κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- come out of - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω