serve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
serve | serves |
serve (en)
- (αθλητισμός) το σερβίρισμα (μιας μπάλας)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | serve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | serves |
αόριστος | served |
παθητική μετοχή | served |
ενεργητική μετοχή | serving |
serve (en)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) HTTP caching. Πρόσβαση 2021-03-25.