πληρεξούσιος εξυπηρετητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]πληρεξούσιος εξυπηρετητής
- (νεολογισμός) (πληροφορική) βλ. συνώνυμο διακομιστής μεσολάβησης
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληρεξούσιος εξυπηρετητής