ξεσβερκιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσβερκιάζομαι < ξε και σβερκιάζομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεσβερκιάζομαι
- ξεσβερκώνομαι, κρατάω το λαιμό μου σε αφύσικη θέση επί πολλή ώρα και πιάνομαι, πονώ, κουράζονται οι μυς της περιοχής του αυχένα και του λαιμού
→ δείτε τη λέξη ξεσβερκώνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσβερκιάζομαι
|