ξεχειλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεχειλώνω < ξέχειλος

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεχειλώνω

  1. τεντώνω κάτι πολύ ώστε χάνει την ελαστικότητά του και δεν επανέρχεται πια στις παλιές του διαστάσεις ή σχήμα
  2. φουσκώνω το σώμα μου (παχαίνω) τόσο πολύ, ώστε όταν αδυνατίζει δεν επανέρχεται πια στο σχήμα που είχε άλλοτε και το δέρμα μοιάζει με ξεχειλωμένο ύφασμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]