παρακλαδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]παρακλαδεύω
- κλαδεύω υπερβολικά ένα φυτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρακλαδεύω
|
παρακλαδεύω
|