κλαδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

κλαδεύοντας τα αμπέλια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαδεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κλαδεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

κλαδεύω, αόρ.: κλάδεψα, παθ.φωνή: κλαδεύομαι, π.αόρ.: κλαδεύτηκα, μτχ.π.π.: κλαδεμένος

  1. (βοτανική) κόβω τα κλαδιά από κάποιο φυτό για καλλωπισμό ή για να βοηθήσω την ανάπτυξή του
  2. (μεταφορικά) (αθλητισμός) κλοτσάω βίαια τα πόδια αντίπαλου παίκτη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]