παραμακρύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραμακρύνω < παρα- + μακρύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

παραμακρύνω

  • γίνομαι υπερβολικά μακρύς
    παραμάκρυνε η γλώσσα σου και θα σου την κόψω!

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]