παραπαχαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραπαχαίνω < παρα- + παχαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

παραπαχαίνω

παραπάχυνα αυτές τις διακοπές, πρέπει να κάνω δίαιτα επειγόντως!

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]