περιλαβαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιλαβαίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
περιλαβαίνω
- αναλαμβάνω να ασχοληθώ με κάτι/κάποιον
- κάτσε να τελειώσει το μαγείρεμα και μετά θα περιλάβει το γιόκα της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιλαβαίνω
|