πολυλογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυλογώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

πολυλογώ

  • μιλώ άσκοπα για πολλά και διάφορα θέματα


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]