προνευστάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προνευστάζω < προνεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
προνευστάζω
- (ναυτικός όρος) σκαμπανεβάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προνευστάζω
|