προσδένομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσδένομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προσδένω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσδένομαι | προσδενόμουν(α) | θα προσδένομαι | να προσδένομαι | ||
β' ενικ. | προσδένεσαι | προσδενόσουν(α) | θα προσδένεσαι | να προσδένεσαι | (προσδένου) | |
γ' ενικ. | προσδένεται | προσδενόταν(ε) | θα προσδένεται | να προσδένεται | ||
α' πληθ. | προσδενόμαστε | προσδενόμαστε προσδενόμασταν |
θα προσδενόμαστε | να προσδενόμαστε | ||
β' πληθ. | προσδένεστε | προσδενόσαστε προσδενόσασταν |
θα προσδένεστε | να προσδένεστε | (προσδένεστε) | |
γ' πληθ. | προσδένονται | προσδένονταν προσδενόντουσαν |
θα προσδένονται | να προσδένονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσδέθηκα | θα προσδεθώ | να προσδεθώ | προσδεθεί | ||
β' ενικ. | προσδέθηκες | θα προσδεθείς | να προσδεθείς | προσδέσου | ||
γ' ενικ. | προσδέθηκε | θα προσδεθεί | να προσδεθεί | |||
α' πληθ. | προσδεθήκαμε | θα προσδεθούμε | να προσδεθούμε | |||
β' πληθ. | προσδεθήκατε | θα προσδεθείτε | να προσδεθείτε | προσδεθείτε | ||
γ' πληθ. | προσδέθηκαν προσδεθήκαν(ε) |
θα προσδεθούν(ε) | να προσδεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσδεθεί | είχα προσδεθεί | θα έχω προσδεθεί | να έχω προσδεθεί | προσδεμένος | |
β' ενικ. | έχεις προσδεθεί | είχες προσδεθεί | θα έχεις προσδεθεί | να έχεις προσδεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσδεθεί | είχε προσδεθεί | θα έχει προσδεθεί | να έχει προσδεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσδεθεί | είχαμε προσδεθεί | θα έχουμε προσδεθεί | να έχουμε προσδεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσδεθεί | είχατε προσδεθεί | θα έχετε προσδεθεί | να έχετε προσδεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσδεθεί | είχαν προσδεθεί | θα έχουν προσδεθεί | να έχουν προσδεθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσδένομαι
|