πρωτοσύγκελλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρωτοσύγκελλος αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτοσύγκελλος < πρωτο- + σύγγελος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρωτοσύγκελλος αρσενικό