πρωτο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτο- < αρχαία ελληνική πρωτο- < πρῶτος
- για τους σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία proto- < αρχαία ελληνική πρωτο-[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
πρωτο-
πρόθημα που δηλώνει:
- (σε σύνθετα ρήματα) κάτι που έγινε για πρώτη φορά
- (σε σύνθετα επίθετα)
- κάτι που έπαθε το προσδιοριζόμενο για πρώτη φορά
- (ιστορία, αρχαιολογία, επιστήμες) η πρώτη χρονική περίοδος
- πρωτοελληνική γλώσσα, πρωτομινωικός πολιτισμός
- (ταξινομία, βιολογία) πρώιμη κατηγορία όντων
- (σε σύνθετα ουσιαστικά)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- πρωτό- (όταν τονίζεται στη σύνθεση)
- πρωτ- (όταν το β' συνθετικό αρχίζει με φωνήεν)
- πρωθ- (όταν το β' συνθετικό άρχιζε με δασυνόμενο φωνήεν)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πρωτο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πρωτό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πρωτ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πρωθ- στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «πρωτο-» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομία (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτο- (νέα ελληνικά)