ροντώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροντώ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) σύνθεση σε ύφος συνήθως ζωηρό και εύθυμο, η οποία αποτελείται από ένα επαναλαμβανόμενο κυρίως θέμα (ρεφρέν) που εναλλάσσεται με διάφορα αλλά θέματα (κουπλέ)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ροντώ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροντώ
|