ροντώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροντώ < γαλλική rondeau

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροντώ ουδέτερο άκλιτο

  • (μουσική) σύνθεση σε ύφος συνήθως ζωηρό και εύθυμο, η οποία αποτελείται από ένα επαναλαμβανόμενο κυρίως θέμα (ρεφρέν) που εναλλάσσεται με διάφορα αλλά θέματα (κουπλέ)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]