ρουμπινές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρουμπινές < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρουμπινές αρσενικό
- συσκευή ρύθμισης εκροής υγρού, στρόφιγγα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρουμπινές
|