σπιρτόζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπιρτόζος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σπιρτόζος

  • που έχει σπιρτάδα στο μυαλό, που έχει ευστροφία και είναι έξυπνος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]