στηθοκοπιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στηθοκοπιέμαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
στηθοκοπιέμαι
- εκφράζω πολύ έντονη θλίψη χτυπώντας το στήθος μου με τα χέρια μου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στηθοκοπιέμαι
|