συγκρατημένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκρατημένα < συγκρατημένος
Επίρρημα[επεξεργασία]
συγκρατημένα
- χωρίς να κυριεύεται κανείς από τα αισθήματά του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκρατημένα