τμηματικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τμηματικώς < τμηματικός + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
τμηματικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του τμηματικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τμηματικώς
|