τραγικοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραγικοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τραγικοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

τραγικοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο)

  • με παρουσιάζουν ή με βιώνουν σε τραγικότερες διαστάσεις από εκείνες που έχω στην πραγματικότητα, υπερβάλλουν στα δραματικά στοιχεία που με χαρακτηρίζουν

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]