τρανς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρανς < (άμεσο δάνειο) αγγλική trans < περικοπή του transsexual

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρανς αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

τρανς άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]