τυλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυλώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
τυλώνω
- τρώω τόσο πολύ που φουσκώνει η κοιλιά μου
- βγάζω κάλο ή εξόγκωμα· γεμίζω με κάλους ή με μεγάλα σκληρά μπιμπίκια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- την τύλωσα: έφαγα πάρα πολύ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυλώνω
|