τυλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυλώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

τυλώνω

  1. τρώω τόσο πολύ που φουσκώνει η κοιλιά μου
  2. βγάζω κάλο ή εξόγκωμα· γεμίζω με κάλους ή με μεγάλα σκληρά μπιμπίκια

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]