υπερφορτώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερφορτώνομαι < υπερ- + φορτώνομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερφορτώνομαι

  1. φορτώνομαι πάρα πολύ
    το πρόγραμμά του αυτή την εβδομάδα υπερφορτώθηκε'

Κλίση[επεξεργασία]