φάνηκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φάνηκα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος φαίνομαι