φλεβίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φλεβίζω
- κάνω κακοκαιρία
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Μόνο στην παροιμία: Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλεβίζω
|