φουσκίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουσκίζω < φουσκί (λίπασμα)
Ρήμα[επεξεργασία]
φουσκίζω
- ρίχνω λίπασμα στη γη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουσκίζω
|