φριξός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Φρίξος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φριξός < φρίσσω

Επίθετο[επεξεργασία]

φριξός

  1. ο κατεχόμενος από φρίκη
  2. τρομακτικός