φόκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φόκο ουδέτερο άκλιτο
- (οικείο) η φωτιά, συνήθως σε εκφράσεις όπως βάζω φόκο
- Θα τα στήσουν κολλητά στην πόρτα του μαντρότοιχου και θα τους βάλουν φόκο. Kανένας κίνδυνος για πυρκαϊά. Mόνο που θα τρομάξει ο γιατρός – και το Παπακοκάκι θα κλειστεί στο σπίτι του για μέρες. (Κοσμάς Πολίτης, Eroica)
- έχεις φόκο;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φόκο
→ δείτε τη λέξη φωτιά |