χοιράδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χοιράδες < αρχαία ελληνική, πληθυντικός του ουσιαστικού χοιράς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χοιράδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- οι προσβεβλημένοι από χοιράδωση λεμφαδένες του λαιμού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χοιράδες
|