χουνί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χουνί < χωνί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χουνί ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το χωνί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χουνί
|
χουνί ουδέτερο
|