ἀκτινοβολέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀκτινοβολέω - ἀκτινοβολῶ (συνηρημένο)
- ρίχνω ακτίνες, απαστράπτω
ἀκτινοβολέω - ἀκτινοβολῶ (συνηρημένο)