ἀλληγορέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἀλληγορέω - ἀλληγορῶ (συνηρημένο)
- μιλάω αλληγορικά
- (μεταβατικό) χρησιμοποιώ κάτι ως αλληγορία
ἀλληγορέω - ἀλληγορῶ (συνηρημένο)