ὁρμαθός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ορμαθός

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὁρμαθός < ὅρμος + εἲρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὁρμαθός αρσενικό

  • παρόμοια αντικείμενα, αρκετά σε ποσότητα, που είναι περασμένα σε κλωστή ή σύρμα