ὅμηρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὅμηρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- άλλη μορφή του ὅμηρος
- Ἀντίοχος Ἐπιφανής, υἱὸς Ἀντιόχου βασιλέως, ὃς ἦν ὅμηρα ἐν τῇ Ρώμῃ (Μακκαβαίων_Α', Α 10
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η λέξη, αν και πληθυντικού αριθμού, μπορεί να αναφέρεται και σε ένα μόνο πρόσωπο.