αρχιγραμματέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αρχιγραμματέας οι αρχιγραμματείς
      γενική του
του/της
αρχιγραμματέα
αρχιγραμματέως
των αρχιγραμματέων
    αιτιατική τον/την αρχιγραμματέα τους/τις αρχιγραμματείς
     κλητική αρχιγραμματέα αρχιγραμματείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχιγραμματέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιγραμματεύς[1] από την αιτιατική ενικού «τὸν ἀρχιγραμματέα». Μορφολογικά αναλύεται σε αρχι- + γραμματέας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.çi.ɣɾa.maˈte.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐γραμ‐μα‐τέ‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχιγραμματέας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)