δύσμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δύσμορφος < αρχαία ελληνική δύσμορφος < δυσ- + μορφή
Επίθετο[επεξεργασία]
δύσμορφος, -η/-ος, -ο
- (ιατρική) που αποκλίνει ως προς την εξωτερική όψη από ό,τι θεωρείται φυσιολογικό είτε εκ γενετής ή κατόπιν ατυχήματος, κακοσχηματισμένος ή παραμορφωμένος
- παραμένει στην θέση του εγκαύματος δύσμορφη υπερτροφική ουλή
- δύσμορφα ερυθρά αιμοσφαίρια
- άσχημος, δυσάρεστος στην όψη
- Οι Λαπίθες απεικονίζονται ιδεαλιστικά, με έμφαση στο ήθος και στο κάλλος, σε αντίθεση με τους Κενταύρους, που είναι αποκρουστικοί και δύσμορφοι. (από το δικτυακό τόπο του Υπουργείου Πολιτισμού)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δύσμορφος