πιλίδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιλίδιο τα πιλίδια
      γενική του πιλιδίου
πιλίδιου
των πιλιδίων
    αιτιατική το πιλίδιο τα πιλίδια
     κλητική πιλίδιο πιλίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιλίδιο < αρχαία ελληνική πιλίδιον, υποκοριστικό του πῖλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιλίδιο ουδέτερο

  1. (αρχαιοπρεπές) υποκοριστικό του πίλος
     συνώνυμα: καπελάκι, σκουφάκι
  2. (βοτανική) η στεφάνη ενός άνθους
     συνώνυμα: καλύπτρα
    → δείτε τις λέξεις ποδίσκος, μίσχος, κάλυκας, πέταλα, στήμονας και ύπερος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]